εμφρακτικός

εμφρακτικός
η , όν
1) загораживающий; заделывающий; затыкающий; 2) засоряющий, закупоривающий (тж. мед. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εμφρακτικός" в других словарях:

  • ἐμφρακτικός — likely to obstruct masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφρακτικός — ή, ό (AM ἐμφρακτικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή χρήσιμος για έμφραξη …   Dictionary of Greek

  • ἐμφρακτικά — ἐμφρακτικός likely to obstruct neut nom/voc/acc pl ἐμφρακτικά̱ , ἐμφρακτικός likely to obstruct fem nom/voc/acc dual ἐμφρακτικά̱ , ἐμφρακτικός likely to obstruct fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφρακτικώτερον — ἐμφρακτικός likely to obstruct adverbial comp ἐμφρακτικός likely to obstruct masc acc comp sg ἐμφρακτικός likely to obstruct neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφρακτικόν — ἐμφρακτικός likely to obstruct masc acc sg ἐμφρακτικός likely to obstruct neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφρακτικαῖς — ἐμφρακτικός likely to obstruct fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφρακτικοῖς — ἐμφρακτικός likely to obstruct masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφρακτικοί — ἐμφρακτικός likely to obstruct masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφρακτικῆς — ἐμφρακτικός likely to obstruct fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφρακτική — ἐμφρακτικός likely to obstruct fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφρακτικῷ — ἐμφρακτικός likely to obstruct masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»